- αναμνηστήριο(ν)
- το подарок на память, сувенир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμνηστήριος — ια, ιο (Μ ἀναμνηστήριος, ιον) [ἀναμιμνήσκω] αυτός που γίνεται για να διατηρεί στη μνήμη κάποιο πρόσωπο ή γεγονός, που προκαλεί ανάμνηση, ο αναμνηστικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αναμνηστήριο αναμνηστικό, ενθύμιο … Dictionary of Greek